Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

κε μεζον θε

См. также в других словарях:

  • μέζον — μέζον, τὸ (Μ) βλ. μέτζο …   Dictionary of Greek

  • Μεζόν, Νικολά Ζοζέφ — (Nicolas Joseph Maison, Επινέ 1770 – Παρίσι 1840). Γάλλος στρατάρχης. Το 1792 κατετάγη στα γαλλικά επαναστατικά στρατεύματα ως εθελοντής. Διακρίθηκε χάρη στην ανδρεία και στις διοικητικές του ικανότητες κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων …   Dictionary of Greek

  • μέζον — μέγας big masc/fem voc comp sg (ionic) μέγας big neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέζον' — μέζονα , μέγας big neut nom/voc/acc comp pl (ionic) μέζονα , μέγας big masc/fem acc comp sg (ionic) μέζονι , μέγας big dat comp sg (ionic) μέζονε , μέγας big nom/voc/acc comp dual (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μανσάρ — (Mansart). Επώνυμο δύο Γάλλων αρχιτεκτόνων του 17ου αι. οι οποίοι συνέβαλαν με το έργο τους στη διαμόρφωση του μπαρόκ κλασικισμού στη γαλλική αρχιτεκτονική. 1. Ζιλ Αρντουέν (Jules Hardoine Mansart ή Mansard, Παρίσι 1646 – Μαρλί λε Ρουά 1708).… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • φιλελληνισμός — Ιδεολογική και πολιτική κίνηση, που αποσκοπούσε κυρίως στην ηθική και υλική ενίσχυση του ελληνισμού κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, προπάντων όμως κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 29. Το φαινόμενο του φ. συνδέεται άμεσα με το …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»